εκείθε

εκείθε
και εκείθενες και κείθε (AM ἐκεῑθεν και κεῑθεν) επίρρ.
1. από 'κει, από κείνη τη μεριά
2. εκεί πέρα
3. προς τα κει
αρχ.
1. από κείνο το γεγονός, από αυτόν τον λόγο
2. (για χρόνο) τότε, μετά απ' αυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κείθε — (Α κεῑθεν) επίρρ. βλ. εκείθε …   Dictionary of Greek

  • κοκκινόμαυρος — η, ο κόκκινος και μαύρος («φως έβγαιν εκείθε κοκκινόμαυρο σαν σκοτωμένο αίμα», Ζερβ.) …   Dictionary of Greek

  • χορταριάζω — Ν [χορτάρι] 1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη 2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα 3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.) …   Dictionary of Greek

  • (ε)κείθε — και (ε)κείθες και (ε)κείθενες επίρρ. τοπ. 1. κίνηση από κάπου ή προέλευση: (Ε)κείθε έφυγα κι ήρθα εδώ. 2. κίνηση προς κάποιο τόπο και ιδίως με την πρόθ. κατά: Κατά (ε)κείθενες τραβούσε κι αυτός. 3. αιτία: Εκείθε προέρχονται όλες οι στενοχώριες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”